Ιρλανδός

Ιρλανδός
ο , Ιρλανδή η ирланд]ец, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "Ιρλανδός" в других словарях:

  • Ιρλανδός — ή ο κάτοικος τής Ιρλανδίας …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδός — ο θηλ. ή ο κάτοικος της Ιρλανδίας ή ο καταγόμενος από αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Γιτς, Τζακ Μπάτλερ — (Jack Butler Yeats, Λονδίνο 1871 – 1957). Ιρλανδός ζωγράφος. Γιος του επίσης ζωγράφου Τζον Μπάτλερ Γιτς, ο οποίος φιλοτέχνησε πορτρέτα, και αδελφός του διάσημου ποιητή Γουίλιαμ Μπάτλερ Γιτς (βλ. λ.), θεωρείται ο πιο σημαντικός Ιρλανδός ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • Γκόλντσμιθ, Όλιβερ — (Oliver Goldsmith, Πάλας 1728 – Λονδίνο 1774).Ιρλανδός συγγραφέας και κωμωδιογράφος. Γιος παπά, σπούδασε στο κολέγιο της Αγίας Τριάδας του Δουβλίνου, όπου εργαζόταν, για να πληρώνει τα δίδακτρα, ως υπηρέτης των καθηγητών και των πλουσιότερων… …   Dictionary of Greek

  • Κόλινς, Μάικλ — I (Michael Collins, Κλονακίλτι 1890 – Μπίλνα Μπλαθ 1922). Ιρλανδός πολιτικός, ήρωας του πολέμου της ανεξαρτησίας και ένας από τους ιδρυτές της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας. Σε πολύ νεαρή ηλικία προσχώρησε στην επαναστατική παράταξη της Ιρλανδικής… …   Dictionary of Greek

  • Μουρ, Τόμας — I (Sir Thomas More, Λονδίνο 1478 – 1535). Άγγλος πολιτικός και ανθρωπιστής. Μορφή πρώτου μεγέθους στην αυλή του Ερρίκου H’, υπήρξε, από το 1532, καγκελάριος του βασιλείου. Δεν δέχτηκε να ταχθεί υπέρ του διαζυγίου μεταξύ του Ερρίκου και της… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Βαλέρα, Ίμον — (Eamon De Valera, Νέα Υόρκη 1882 – Δουβλίνο 1975). Ιρλανδός πολιτικός. Πρωταγωνιστής της ιρλανδικής ανεξαρτησίας, το 1913 αναμείχθηκε στο κίνημα των Ιρλανδών εθελοντών και κατά τις ταραχές του Πάσχα στο Δουβλίνο (1916) συνελήφθη και καταδικάστηκε …   Dictionary of Greek

  • Σινγκ, Τζον Μίλινγκτον — (Synge) (Ράδφαρχαμ, Δουβλίνο 1871 Δουβλίνο 1909). Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας. Στο Παρίσι γνώρισε τον Γιτς, που άσκησε μεγάλη επίδραση στη λογοτεχνική εργασία του, στην ιδεολογία του και στις αισθητικές του αρχές. Τα θεατρικά έργα του ήταν λίγα …   Dictionary of Greek

  • Τζόις, Τζέιμς — (Joyce, Δουβλίνο 1882 – Ζυρίχη 1941). Ιρλανδός συγγραφέας. Πρωτότοκος γιος πολυμελούς μεσοαστικής οικογένειας, παρακολούθησε τη βαθμιαία κατάπτωσή της με το ίδιο κριτικό και απροκατάληπτο βλέμμα με το οποίο έζησε την εμπειρία μιας αυστηρής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»